-
1 κωδωνό-κροτος
κωδωνό-κροτος, od. richtiger mit Ellendt κωδωνοκρότος, mit Glocken, Schellen tönend; σάκος, Soph. frg. 738, ein Schild, am Rande mit Schellen versehen, um dem Feinde Schrecken einzuflößen; κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους Eur. Rhes. 383, kann auch Trompetengeschmetter sein. Vgl. κώδων.
-
2 κελαδέω
κελαδέω, Lärm machen, schreien, tosen; von einer großen Volksmenge, Il. 23, 869; Aesch. Ch. 601; κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους παρὰ πορπάκων κελαδοῠντας Eur. Rhes. 385; Sp., vom Hahn Luc.; – trans., ertönen lassen; ὕμνον Pind. N. 4, 16; κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ κελαδήσω Ol. 10, 14; anrufen, preisen, ἀρετάν, Ἥραν, Pind.; βοὰν Ἑλλὰς κελάδησε Eur. Hel. 376; παιᾶνας Herc. Fur. 694. – Pind. hat auch das fut. med., βροντὰν Διὸς κελαδησόμεϑα Ol. 11, 83. – Vgl. κελάδω.
-
3 κωδωνόκροτος
κωδωνό-κροτος, mit Glocken, Schellen tönend; ein Schild, am Rande mit Schellen versehen, um dem Feinde Schrecken einzuflößen; κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους, kann auch Trompetengeschmetter sein
См. также в других словарях:
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
πόρπαξ — ακος, ο, ΝΑ 1. νεοελλ. στρ. μεταλλικός κρίκος τών παλαιών πυροβόλων που χρησίμευε για τη στερέωση τού σωλήνα τού πυροβόλου στο σαμάρι τού ζώου που τόν μετέφερε, αλλ. πόρπη 2. η λαβή τής ασπίδας, κρίκος ή λουρί προσαρμοσμένο στην ασπίδα («ἴσχε διά … Dictionary of Greek